πολύτροπος

πολύτροπος
-η, -ο / πολύτροπος, -ον, ΝΜΑ
(κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως αλλά και τού Ερμού) (με μτφ. σημ.) αυτός που επινοεί πολλούς τρόπους, πολυμήχανος, δόλιος, πανούργος
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με πολλούς τρόπους
αρχ.
1. (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που περιπλανήθηκε σε πολλά μέρη, πολυπλάνητος («ἄνδρα μοι ἔννεπε,...πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ.)
2. (για τον πολύποδα) αυτός που στρέφεται με πολλούς τρόπους ή προς πολλές διευθύνσεις
3. αυτός που μεταβάλλει τις διαθέσεις, τα αισθήματά του, ο άστατος («πολύτροπος ὄμιλος», Φωκυλ.)
4. (για νόσο) πολύπλοκος ή ευμετάβλητος
5. πολυποίκιλος, πολλαπλός («πολύτροποι ἐπιθυμίαι», Θουκ.)
6. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύτροπον
α) η ευστροφία τού πνεύματος, η πανουργία
β) ποικιλία, πολλαπλότητα.
επίρρ...
πολυτρόπως ΝΜΑ
με πολλούς τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ιδιό-τροπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πολύτροπος — much turned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτροπος — much turned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτροπος — η, ο πολυμήχανος, πολύξερος, πολύπραγος, έξυπνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυτροπώτερον — πολύτροπος much turned masc acc comp sg πολύτροπος much turned neut nom/voc/acc comp sg πολύτροπος much turned adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροπωτέρων — πολύτροπος much turned fem gen comp pl πολύτροπος much turned masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροπώτατα — πολύτροπος much turned adverbial superl πολύτροπος much turned neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροπώτατον — πολύτροπος much turned masc acc superl sg πολύτροπος much turned neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρόπως — πολύτροπος much turned adverbial πολύτροπος much turned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτροπον — πολύτροπος much turned masc/fem acc sg πολύτροπος much turned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροπωτάτη — πολύτροπος much turned fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”